- προσοργίζομαι
- προσοργίζομαι, [voice] Pass.,A to be angry at, J.BJ2.14.6 (v.l.), Plu.2.13d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσοργίζομαι — Α οργίζομαι με κάτι … Dictionary of Greek
προσοργισθέντα — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp neut nom/voc/acc pl προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθεῖσα — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθείς — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθέντας — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθέντες — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθέντος — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)